Κάθε που κουράζεται η ψυχή από τα τόσα της ζωής ταξίδια, αρχίζει η ποίηση κι αναβλύζει απ' τα εσώτερά μας και οι στίχοι πλέκουν ένα δίχτυ ασφαλείας να μας σώσει από το βάραθρο του χάους κάθε που πηδάμε στο κενό...

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Κήπος στα σύννεφα



Στα σύννεφα αγόρασα
ένα μικρό περβόλι, 
κι έχτισα και μια γέφυρα 
για να το φτάνουν όλοι. 
Εφύτεψά του αγιόκλημα 
βασιλικά και δυόσμο, 
σαν βρέχουνε τα νέφη του 
να ραίνουνε στον κόσμο. 
Του ‘βαλα τριαντάφυλλα 
τα πότισα με μέλι, 
να πίνουν και να ξεδιψούν 
του ουρανού οι αγγέλοι. 
Αγάπη πήγα κι έσπειρα, 
έρωτα και αλήθεια, 
κι ένιωσα να βροντοχτυπά 
κάθε καρδιά στα στήθια. 
Υπήρξε όμως μια γωνιά 
που πότισα με δάκρυ, 
απ΄τις πληγές που μου ‘κανε 
του κόσμου το αδράχτι. 
Στα σύννεφα εθέριεψαν 
του κήπου μου οι σπόροι, 
κι οι πόρτες ήταν ανοιχτες 
να τον θαυμάσουν όλοι. 
Είπα τους να μη ντρέπονται 
να κόψουν, να κοιτάξουν, 
τσ’ αγάπης τα λουλούδια μου, 
μα να μην τα πετάξουν. 
Μα εκείνοι οι ξεδιάντοποι 
βγάλανε τα μαχαίρια, 
τον κήπο μου ρημάξανε 
τον κάνανε κουρέλια. 
Και φεύγοντας τα πέταξαν 
τα ομορφολούλουδά μου 
και αίμα τώρα ανάβλυσε 
από τα σωθικά μου. 
Κουραλιασμένη μου ψυχή, 
πού τώρα εσύ να γύρεις, 
το πονεμένο σου κορμί 
που δε μπορείς να σύρεις; 
Ήρθαν αγγέλοι απ΄το Θεό 
και μ’είδανε κουβάρι, 
πανώ στο μαξιλάρι μου 
μισής ζωής κουφάρι. 
Πήρανε τα λουλούδια μου 
και πίσω τα φυτέψαν 
βάλανε φρέσκα στο κενό 
που οι αχάριστοι μου κλέψαν. 
Έχω ένα κήπο εκεί ψηλά 
όπου φυλάν οι αγγέλοι 
ποτάμια έχει μ’ αγιασμό 
λιμνούλες από μέλι. 
Αγάπη, τα λουλούδια του 
εκτίμηση και αλήθεια 
ό,τι χτυπά μες στου Θεού 
τ’αθάνατα τα στήθια. 

22/1/14
Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
Ο Κήπος στα σύννεφα είναι μια διαφορετική γειτονιά ... για το όμορφο δρώμενο της Πέτρας, Μια φορά μια γειτονιά που μας γύρισε πίσω στο χρόνο και μοσχομύρισαν οι αναμνήσεις μας ξεγνοιασιά...
Σε ευχαριστώ από καρδιάς για όλα τα ταξίδια που έγινες αφορμή να κάνω !

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

ΑΝΘΡΩΠΟΙ … κι ανθρωπάκια




Διαβαίνοντας το μονοπάτι της ζωής μου, αναγκάστηκα να συναντήσω και να συναναστραφώ πλήθος ανθρώπων. Η φύση της δουλειάς μου, αναγκάζοντάς με να ζω ανάμεσα σε μια λεπτή ισορροπία μεταξύ ζωής και θανάτου με δίδαξε για τα σπουδαία και τα ασήμαντα της ζωής, για τα μικρά και τα μεγάλα. Εκεί όπου ο πόνος και η απώλεια ανθίζει εσύ ταπεινά ευχαριστείς για το χρόνο που κάθε μέρα σου χαρίζεται καθώς και για τους ανθρώπους που έχεις γύρω σου.

Άνθρωπος… μεγάλη κουβέντα, δεν νομίζετε ; Είναι σύνθετη λέξη και προέρχεται από άνω και το θρώσκω που σημαίνει κοιτώ ψηλά. Κοιτώ ψηλά όμως όχι με την έννοια που η κότα κοιτά ψηλά για να καταπιεί, αλλά στοχεύω στην βελτίωση του εαυτού μου, έχω πρότυπα και οράματα και πιστεύω σε ένα καλύτερο αύριο βελτιώνοντας πρώτα από όλα τον ίδιο μου τον εαυτό.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός. Οι άνθρωποι και ό,τι τους αφορά επιλέγουν με ποιον τρόπο θα εμφανιστούν στους γύρω τους. Πού θα ρίξουν δηλαδή βάρος κατά την πορεία τους στη ζωή, στο «φαίνεσθαι» ή το «είναι».
Το φαίνεσθαι είναι μια επίπλαστη εικόνα, μια ψευδής αντανάκλαση του τι θα θέλαμε να ήμαστε ή πώς να δείχνουμε. Συχνά δε, μεταχειριζόμαστε πολλά τεχνάσματα, αλλά ακόμα και ανθρώπους για να ολοκληρώσουμε την εικόνα μας. Η εικόνα γίνεται αυτοσκοπός, τόσο σημαντικός μάλιστα, ώστε λίγη σημασία δίνουμε στο αν θα πληγώσουμε, προσβάλουμε, κατηγορήσουμε ή ξεπουλήσουμε ακόμα και την ίδια μας την αξιοπρέπεια με αντάλλαγμα ένα γυαλιστερό περιτύλιγμα, που πολλές φορές δεν είναι καν βαμμένο χρυσό.

Από την άλλη μεριά υπάρχουν και οι άνθρωποι που είναι εραστές του είναι. Άνθρωποι με νου και ψυχή καθάρια. Αγαπούν να γεύονται τους καρπούς των δικών τους κόπων. Κοιτούν τους άλλους στα μάτια και με το κεφάλι ορθό όπως αρμόζει στους περήφανους και τους λεύτερους. Δεν κρύβονται στα σκοτεινά ούτε πίσω από τις κουρτίνες μήπως και κλέψουν ένα ψίθυρο προς όφελός τους. Τα λόγια τους επιβεβαιώνονται από τις πράξεις τους και σφραγίζονται από την γενικότερη στάση και συμπεριφορά στην καθημερινότητά τους. Όσοι έχουμε την χαρά να βρισκόμαστε κοντά σε τέτοιους ανθρώπους ξέρουμε ότι έχουμε στη ζωή μας έναν αληθινό σύντροφο, έναν ειλικρινή φίλο, έναν πολύτιμο συγγενή.

Είναι και φαίνεσθαι μοιράζονται αντίστοιχα οι Άνθρωποι και τα ανθρωπάκια. Ενίοτε θυμώνεις με τους δεύτερους. Αγαπούν την λάμψη τόσο πολύ, αφού μόνο μέσα από αυτή μπορούν να σταθούν στο σκοτάδι της ύπαρξής τους που μπορούν να γίνουν πραγματικά φτηνοί και δυσάρεστοι. Προσεγγίζουν τους γύρω τους ελπίζοντας να τραβήξουν την προσοχή τους και την ίδια ώρα υποχθόνια προκαλούν βλάβη στα ίδια τα άτομα που τολμούν να προσεγγίσουν, που επιζητούν την προσοχή τους μήπως και κλέψουν κάτι από την αλήθεια τους να το εντάξουν στο δικό τους ψέμα. Κάθε βήμα τους αναιρεί το προηγούμενό τους και κάθε τους κίνηση αυτοαναιρεί την επίπλαστη συμπεριφορά και εικόνα τους.

Έχω προβληματιστεί συχνά για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος να τους αντιμετωπίσεις. Να τους αποκαλύψεις ή να τους προσπεράσεις ; Να τους εκδικηθείς ή να τους συγχωρήσεις ; Κατέληξα πώς ό,τι και να κάνεις απλά τους δίνεις αξία, τους τιμάς με την προσοχή σου και γι’ αυτό η καλύτερη αντιμετώπιση είναι να χαμογελάσεις ευγενικά και να τους προσπεράσεις. Ενδεχομένως και να θεωρήσουν ότι νίκησαν, σε έπεισαν ή σε κορόιδεψαν. Αυτό όμως κρατά όσο και το φως της μέρας. Μόλις ο ήλιος πέφτει τα χρυσόχαρτα παύουν να λάμπουν, είναι άχρηστα και όσοι τα φορούν αναγκάζονται να αντικρύσουν και να συμβιβαστούν με τη γύμνια τους. Κι αλήθεια έχει πολλή παγωνιά το βράδυ όταν είσαι γυμνός από τα ψέματά σου.
Εσείς γυρίστε τα μάτια στους εραστές του είναι και χαμογελάστε τους. Θα βρείτε μια φωτιά που θα σας κρατά συντροφιά όλες τις ώρες της μέρας, όλες τις εποχές του χρόνου.

Σταυρούλα Δεκούλου 
18/3/15

Ένα χρόνο μετά, δεν βρήκα ούτε μια λέξη να αλλάξω στις παραπάνω διαπιστώσεις μου ...

Μίσεψες

Μίσεψες
και η σιωπή σάβανο φτιάχνει.

Κεντά αγριοπερίστερα και κρίνους λευκούς.

Έλειψες
και οι φωτογραφίες ξεθωριάζουν,
ηττημένες από το χρόνο
και τα φιλια που κρυφά τους χαρίζω.

Μεγάλωσε η ψυχή
και γέρασε απότομα.

Κι εγώ στο γέρμα μου
ένα ρέκβιεμ συνθέτω

Αντίο να μου ψιθυρίσω,

Τι τάχα, φωνή δεν έχω πια.

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
(αγαπημένο από παλιά) 

Την φωτογραφία την τράβηξα εγώ πριν μερικά χρόνια, μιαν αυγή 
και ήταν η συμμετοχή μου στο 22ο Φωτογραφίζειν 
που διοργάνωσε η Μαρία Νικολάου !


και να λοιπόν που αυτή η απόπειρα βρήκε και αλλού να ακουμπήσει ....

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Κριτική του Ελληνικού Στίχου, της Παναγιώτας Χριστοπούλου Ζαλώνη


Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΙΧΟΣ
και η εξέλιξή του από τον 10ο αιώνα μέχρι σήμερα
Δοκιμιακή μελέτη και Ανθολογία
της  Παναγιώτας Χριστοπούλου Ζαλώνη

            Στο πέρασμα των χρόνων, συμβαίνει συχνά το αναγνωστικό κοινό να παρακολουθεί τη δημιουργία και κυκλοφορία ποιητικών συλλογών. Σπάνια όμως έχουμε την τύχη και τη χαρα να κρατούμε στα χέρια μας μια δοκιμιακή μελέτη που να ασχολείται με την εξέλιξη του στίχου, αυτού καθεαυτού κατά το πέρασμα των αιώνων. Πονήματα τέτοιου είδους απαιτούν βαθιά γνώση του αντικειμένου, δηλαδή της ίδιας της ποίησης, αλλά και μακρά και επισταμένη μελέτη, ώστε να αποδωθεί σωστά η ωρίμανση, η μετάλλαξη, η διαφοροποίηση του στίχου, όπως αυτός επηρεάζεται από τους ποιητές που τον υπηρετούν την κάθε εποχή.
            Απόσταγμα όλων των παραπάνω, με την αδιαμφισβήτητη ιδιότητα της ποιήτριας, η κυρία Παναγιώτα Χριστοπούλου Ζαλώνη μας προσφέρει τη δοκιμιακή της μέλετη, Ο ελληνικός στίχος και η εξέλιξή του από τον 10ο αιώνα μέχρι και σήμερα, από τις εκδόσεις Αγγελάκη.
            Ο μελετητής του βιβλίου αυτού παρατηρεί  ότι χωρίζεται σε τέσσερις βασικές ενότητες και μια ποιητική ανθολογία στο τέλος, όπου η συγγραφέας αφού πρώτα προέτρεψε τους ποιητές να πειραματιστούν πάνω σε όλα τα είδη της ποίησης στη συνέχεια παρουσιάζει πονήματα  που αναφέρονται και αντιπροσωπεύουν κάθε είδος ποιητικής γραφής και έκφρασης. Αποδεικνύει έτσι στην πράξη την αναγραφόμενη αφιέρωση στην αρχή του βιβλίου της <<Αφιερώνω το παρόν σύγγραμμα στους νεοεμφανιζόμενους ποιητές>>.
            Το πρωτο κεφάλαιο καταπιάνεται με τον δεκαπεντασύλλαβο στίχο, τον εθνικό, ώς αναφέρεται, στίχο του λαού μας. Το μεγαλύτερο μέρος της δημοτικής μας παράδοσης έχει περιγραφεί και μεταλαμπαδευτεί στις νεότερες γεννιές μέσα από τον στίχο αυτό που με τη μοναδική ιαμβική του ροή,  γνωστοί και άγνωστοι ποιητές μας περιέγραψαν ιστορίες στο φάσμα της φαντασίας όπως Το γεφύρι της Άρτας. Χρησιμοποίηθηκε δε, στα χρόνια του Βυζαντίου, για τη δημιουργία μοναδικών θρησκευτικών ύμνων από τον Ρωμανό τον μελωδό, αλλά και για να περιγραφούν τα ηρωικά κατορθώματα των υπερασπιστών των συνόρων. Είναι τα ποιήματα που αναφέρονται στον Διγενή Ακρίτα.
Το δεύτερο κεφάλαιο ασχολείται με την εξέλιξη και ανανέωση του δεκαπεντασύλλαβου στίχου με τη χρήση της ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας  που χρησιμοποιήθηκε στα ποιήματα του Στέφανου Σαχλίκη, αλλά και στη γραφή ενός κορυφαίου δραματικού έπους της κρητικής λογοτεχνίας και του λαού μας,  τον Ερωτόκριτο, από το Βιτσέντζο Κορνάρο. Πολύ αργότερα ένας από τους εθνικούς μας ποιητές, ο Κωστής Παλαμάς θα πειραματιστεί με τον δεκαπεντασύλλαβο στίχο και θα ανοίξει σιγά σιγά το δρόμο προς τον ελεύθερο στίχο, αποδεσμευμένο από μέτρημα και τονισμό. Στο δεύτερο κεφάλαιο της δοκιμιακής αυτής μελέτης θα βρείτε πλήθος ποιημάτων και παραδειγμάτων του δεκαπεντασύλλαβου στίχου και της μετέπειτα μορφής του, αλλά και όλες εκείνες της κακοτοπιές της άτυχης γραφής που θα πρέπει να αποφεύγει ένας ποιητής κατά τη δημιουργία ενός ποιήματος.
Στο τρίτο κεφάλαιο, η Παναγιώτα Χριστοπούλου Ζαλώνη καταγράφει και αναλύει όλα τα είδη της ποιητικής γραφής, από τα δίστιχα και τα σονέτα ως τα τριολέτα, τα έπη και τις μαντινάδες παραθέτοντας δε και αντιπροσωπευτικά δείγματα τόσο μεγάλων  ποιητών όσο και σύγχρονων εκπροσώπων της ποίησης. Τα παραδείγματα και η ανάλυση είναι τέτοια ώστε κάθε ποιητής να μπορεί με σαφήνεια να καταλάβει την ιδιαιτερότητα της κάθε γραφής, αλλά και να πειραματιστεί πάνω σε αυτή. Το κεφάλαιο τούτο, θα μπορούσε να σταθεί και μόνο του ως ένα ξεχωριστό βιβλίο ως εγχειρίδιο ποίησης και έκφρασης.
Στο τέταρτο κεφάλαιο η ποιήτρια κάνει μια σαφή αναφορά στις ρεύματα και τις σχολές της ποίησης. Ο αναγνώστης μπορεί να πληροφορηθεί τι αντιπροσωπεύει η κλασσική ποίηση, ο ρομαντισμός, ο υπερρεαλισμός κλπ. στο πέρασμα του χρόνου, τι ώθησε τους ποιητές στο συγκεκριμένο τρόπο γραφής και έκφρασης και τι οδήγησε στην παραπέρα εξέλιξη του στίχου  μέχρι να φτάσει στη σημερινή σύγχρονη μορφή του, όπου κυριαρχεί κατεξοχήν η μοντέρνα ποίηση. Στο κεφάλαιο αυτός ο αναγνώστης ταξιδεύει από τον Όμηρο ως τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και από τον Κωστή Παλαμά ως τον Γιάννη Ρίτσο γευόμενος όλα τα είδη γραφής ανά σχολή και ρεύμα.
Η πολύτιμη αυτή δοκιμιακή μελέτη και παρουσίαση της εξέλιξης και ωρίμανσης τους ελληνικού στίχου στο πέρας των αιώνων κλείνει με μια ποιητική ανθολογία πλήθους σύγχρονων ποιητών, των οποίων ποιήματά τους αντιπροσωπεύουν όλα τα είδη γραφής που αναφέρονται μέσα σε αυτή. Διαφαίνεται έτσι η θέληση της συγγραφέως όχι μονο να ενημερώσει και να διδάξει τους αναγνώστες της τα ιστορικά και λογοτεχνικά στοιχεία που τόσο πετυχημένα συνέλλεξε και παρουσιάζει, αλλά και να γνωρίσει στον κόσμο σύγχρονους ποιητές που συνεχίζουν να  σκαριφίζουν τα χνάρια της γραφής τους πάνω στο μονοπάτι της ποίησης διατηρώντας την έτσι ζωντανή και βοηθώντας την να συνεχίσει την πορεία της στο χρόνο.

Αθήνα 25/3/16
Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου


Της λευτεριάς τα χνάρια



Βήματα που αχνοφαίνονται 

βήματα τιμημένα 
σε κάμπους, σε βουνοπλαγιές 
με αίμα ποτισμένα.

Κορμιά νεκρά που πλήρωσαν 
τη Λευτεριά με πόνο 
με θάνατο, με βάσανα 
χαμένα μες στο χρόνο.

Ήρωες που σηκώσανε 
της Λευτεριάς τα βάρη 
που χάθηκαν για ν’ ακουστεί 
της λύρας το δοξάρι. 

Σκύβω κι ανάβω ένα κερί, 
ένα λουλούδι αφήνω 
και η ψυχή μου τραγουδά 
της Λευτεριάς τον Ύμνο !

Χρόνια καλά ..χρόνια Λεύτερα, χάρη σε όσους πολέμησαν, σε όσους ποτέ δε γύρισαν, για να κυματίζει η σημαία Λέυτερη ... Ψηλά .. όπως της πρέπει ... 
κι εμείς να αφήνουμε λουλούδια και θυμιάματα σε άδειους τάφους !

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
28/10/14

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016




Κάθε που ναυαγεί ένα όνειρο


τα χρώματα ηττημένα υποχωρούν

απ’ τις στιγμές της ζωής.

Το γκρίζο στέφεται της θλίψης αέναος Άρχων

κι η Άνοιξη αργεί.


Ήταν η συμμετοχή μου στο δρώμενο 25 λέξεις #6 που φιλοξένησε η Μαρία Νικολάου στο Κείμενο. 
Ευχαριστώ από καρδιάς όσους σταθήκατε στα λόγια μου,
και τη Μαρία Νικολάου για το εξαίρετο της διοργάνωσης.

Απείθαρχο έαρ


Σε θωρώ να ξυπνάς απ’ τη λήθη,

να γυμνώνεσαι απ’ τη λευκή νυχτικιά του χειμώνα 
και να βαφτίζεσαι σ’ όλους τους τόνους 
τ’ άλικου και του μενεξεδί, Ζωή !

Μυρωμένα κλωνιά γιασεμιών 
ντύνουν των σπιτιών μας τους τοίχους 
και σκεπάζουν τα κρυφά των ερωτευμένων φιλιά. 

Το καναρίνι μου πιότερο κελαηδά
τώρα που μοσχοβολούν οι λεμονιές 
και τα ζουμπούλια δακρύζουν δρόσο της αυγής, 
φίλεμα στο ξύπνημα του ήλιου. 

Είν’ ο καιρός που της Δήμητρας η θυγατέρα 
πάλι στον απάνω κόσμο αλαφροπατεί και γλυκοτραγουδάει.
Είν’ ο καιρός που οι καμπάνες πένθιμα πάλι θα ηχήσουν 
πριν αναστήσουμε και πάλι.

Στη ρότα του χρόνου, απόδειξη τρανή 
πως η ζωή θεριεύει πάντα 
και το σκοτάδι σκορπίζει η αυγή. 
Είναι η άνοιξη ζωή και η ζωή επανάσταση 
ταγμένη να νικά, δαφνοστεφανωμένη, ες αεί.


Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου 
24/3/16

Είναι η συμμετοχή μου στο δρώμενο Μέρες Άνοιξης  που φιλοξενεί η γνωστή και αγαπημένη μας  Αριστέα στο σπιτικό της !

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Κίβδηλη ούγια


Έτρεχε το υφάδι 
απάνω στου χρόνου το ξέστρατο 
να διαγράψει τα λάθρα σου βήματα.
Μάζευε το στημόνι 
το κιότεμα της μοίρας 
που ατάραχη γελούσε στης σκιές.
Στης οδύνης τ’απόνερα
πνίγηκε η νιογέννητη ελπίδα. 
Σε ουράνιο μετερίζι 
ασάλευτη δακρύζει η ζωή.
Κι εσύ, στερνό μου όνειρο 
που σ’ άγνωρα νερά εχάθης 
σ’ανήλια μέρη ολιγωρείς 
κι εκ των υστέρων πίπτεις 
απ’ την μικρότητα και πάλι νικημένο.

Σταυρούλα Δεκούλου  Παπαδημητρίου
12/3/16

(φωτογραφία Martin Marcisovsky)

Τα ρήματα



Στο εωθινό φως
καταλήγω ναυαγός σε μια ακόμα 
ξέρα σιωπής.
Νηπενθής συμβιβάζομαι 
με το ατελέσφορο της μοναξιάς μου.
Τα ρήματα, έχω καταλήξει,
αναπαύονται στης νύχτας τη σιγαλιά.
Μα σαν αφουγκραστείς 
τον απόηχο των ονείρων
θα ακούσεις τον λυγμό 
του μη με λησμονείς
-που ταπεινά ανθεί-


Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
10/3/16

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Δωράκι της τύχης και της Μαρίας ...

Πριν δυο μέρες είχα τη χαρά να μου φέρει η άνοιξη ένα δώρο στο σπίτι. 
Ένα δώρο από ένα πρόσωπο που γνώρισα εξ αποστάσεως εδώ μέσα,
μα έχει αφήσει τα χνάρια του στην ψυχή μου με την ξεχωριστή της ματιά
και τον όμορφο και γλυκό της τρόπο. 
που διοργάνωσε με επιτυχία και αγάπη η Μαρία μας στο σπιτικό της  . 
Η καρτούλα φτιαγμένη από τα χεράκια της με τα χνάρια της γραφής της
και το βιβλίο, αγαπημένη μου απασχόληση το διαβασμα, 
δώρο καρδιάς μονάκριβο για το σεντούκι των θησαυρών μου.
Σε ευχαριστώ από καρδιάς Μαρία μου,
για την αγάπη,
για την φιλοξενία,
για το μοίρασμα,
γαι τη ματιά σου,
για όλα όσα είσαι ΕΣΥ !

Σε φιλώ με αγάπη 

Σταυρούλα 

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΠΕΛΕΚΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ


Xρόνια πολλά πριν, τόσο παλιά που η πραγματικότητα γίνεται μύθος και οι μύθοι χάνονται μέσα στους αιώνες, ένας άνδρας, ο Νικόλαος, αποφάσισε ν’ ανέβει στο βουνό των Θεών, τον Όλυμπο και ν’ αναμετρηθεί με τον Άρη, τον θεό του πολέμου, για τον τίτλο του πιο καλού πολεμιστή Ας πάρουμε όμως την ιστορία μας από την αρχή.

Τον καιρό εκείνο όταν ο Δίας έταξε την Αφροδίτη στον Ήφαιστο κι αυτή προσπάθησε να το σκάσει με τη βοήθεια του Απόλλωνα, εκείνος από τον θυμό του και στην προσπάθειά του να τους σταματήσει, μη μπορώντας όμως να τρέξει, τους πετάξε έναν διπλό πέλεκυ που στην κορυφή του είχε την αιχμή ενος δόρατος. Το πέταξε με τόση δύναμη που διαπέρασε τους ιερούς χιτώνες και των δυο θεών και καρφώθηκε με δύναμη σε έναν βράχο ακινητοποιώντας τους.

Ο Ήφαιστος έσυρε τη γυναίκα του πίσω στο εργαστήρι του και ο Απόλλωνας έφυγε στα γρήγορα για την ψηλή κορφή του Ολύμπου. Ο διπλός πέλεκυς έμεινε καρφωμένος στον βράχο και ποτέ κανείς δεν κατάφερε να τον τραβήξει από κει μήτε θνητός μήτε αθάνατος. Τα χρόνια πέρασαν και ο πέλεκυς παρέμενε στο βράχο σαν αξιοθεάτο να καταμαρτυρά την αποτυχημένη προσπάθεια της Αφροδίτης να γλυτώσει απο τη συζυγική εστία του Ηφαίστου.

Ήταν αλήθεια ξεχωριστός αυτός ο πέλεκυς. Δουλεμένος από το χέρι το πρωτομάστορα του κόσμου. Το μέταλλό του είχε λιώσει χιλιες φορες στη φωτιά του Ηφαίστου και είχε παγώσει στα νερά της Στύγας. Το μέταλλό του το χτύπαγε και το λείαινε χίλια μερόνυχτα και την κόψη του την είχε ακονίσει χίλιες φορές από την κάθε πλευρά. Είχε τη δύναμη χιλίων σπαθιών, αλλά χρειάζονταν και την ανδρεία χιλίων ανδρών για να το κρατήσεις στα χέρια σου.

Ένας πέλεκυς που μέσα του έκρυβε τη δύναμη του κόσμου. Τόση, που ένα χέρι δυνατό θα μπορούσε με ένα χτύπημα να κόψει τον κορμό του δέντρου που κρατούσε κι αυτήν ακόμα την γη. Ο πέλεκυς έπαιρνε δύναμη απο την ψυχή του ανδρείου που τον κρατούσε και η ψυχή από τον πέλεκυ. Ένα ξόρκι χαμένο στις αρχές του χρόνου, δεμένο με φωτιά και ατσάλι. Μάταια είχε προσπαθήσει ο Άρης, ο θεός του πολέμου να αποδεσμεύσει τον πέλεκυ από το βράχο. Ό,τι κι αν είχε κάνει δεν είχε φέρει αποτέλεσμα. Η λάμα του έμενε σφηνωμένη και αμετακίνητη εκεί μέσα στο βράχο.

Εκείνον τον καιρό ένας άνδρας διάβαινε την πορεία του στη γη. Ο Νικόλαος ! Γεννημένος στρατηγός, αναθρεμμένος πολεμιστής, δουλεμένος στην ορμή και στη βουή της μάχης. Το κορμί του στόλιζαν σημάδια από όλες τις μάχες του κόσμου. Σημάδια ανδρείας και θάρρους. Οι στρατηγοί του τον λάτρευαν και οι στρατιώτες του θα πέθαιναν γι’ αυτόν χωρίς δεύτερη σκέψη. Είχε μέσα του το θάρρος χιλίων ανδρών....

Μια μέρα ο δρόμος τον έβγαλε στο μονοπάτι του πέλεκυ των αιώνων. Πλησίασε απο κοντά να δει αυτό για το οποίο μιλούσαν οι προγόνοι του και οι συνομίληκοί του. Ήταν αλήθεια θεόφτιαχτο το όπλο αυτό. Άπλωσε το χέρι του να το αγγίξει και μια ενέργεια τον διαπέρασε. Σαν να του μιλούσε ο ίδιος ο πέλεκυς. Σαν να του είπε ‘’τράβα με άρχοντά μου, εσένα περίμενα τόσα χρόνια’’. Ο Νικόλαος ακολουθώντας αυτή τη μυστική φωνή έπιασε γερά τον πέλεκυ και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τον τράβηξε απο το βράχο.

Ο πέλεκυς ήταν ελεύθερος και ο Άρης έτριζε τα δόντια του απο τη ζήλια του. Ο Νικόλαος γύρισε πίσω στο στρατό του περήφανος και ευτυχισμένος για το κατόρθωμά του, αλλά όχι αλλαζονικός. Οι στρατιώτες του τον περιέβαλαν με θαυμασμό και του επιφύλαξαν τιμές ήρωα. Πήγε στο σπίτι του να βρει τη μάνα του και την αδερφή του και βρήκε το σπίτι αδειανό. Του φάνηκε παράξενο. Μάταια ρωτούσε κι έψαχνε. Κανεις δεν ήξερε. Κανείς δεν είχε δει. Και τότε μια παρουσία χαχανίζοντας του ψιθύρισε,

‘’Τις γυναίκες σου αν θες να βρεις στον Όλυμπο να ανέβεις. Εκεί σε περιμένει ο Άρης σε αγώνα άνισο και αν τον νικήσεις τα θηλυκά θα πάρεις πίσω, αλλιώς όλοι μαζί θα κατεβείτε στον Άδη, χαχαχαχαχαχαχα’’

Τινάχτηκε ο Νικόλαος σαν να τον είχε χτυπήσει ρεύμα και χωρίς δεύτερη σκέψη ενημέρωσε το στράτευμά του οτι θα έφευγε αμέσως για τον Όλυμπο. Δεν δέχτηκε να τον συνοδεύσει κανείς. Αυτό ήταν ένα ταξίδι μάλλον χωρίς γυρισμό και δεν θα μοιραζόταν ποτέ την μοίρα του με κανέναν άλλον. Ήταν δικό του αυτό το ριζικό. Όλη νύχτα προχωρούσε και το πρωί τον βρήκε να ανεβαίνει τους πρόποδες του Ολύμπου. Δε λογάριαζε κούραση μήτε πείνα μήτε νύστα. Όσο προχωρούσε ο θυμός του θέριευε για την κακία του θεού. Ένα θεό που υπηρετούσε εν μέρει και πάντα τιμούσε. Έναν θεό που τώρα θα έπρεπε να πολεμήσει. Κι έτσι έγινε...

Πριν το μεσημέρι βρισκόταν έξω απο το βασίλειο των θεών κι εκεί ο Άρης τον περίμενε γεμάτος ζήλια και κακία. Ποιος ηταν αυτός ο ταπεινός θνητός που άξιζε τον πέλεκυ πιότερο απο τον ίδιο τον θεό του πολέμου; Η μάχη άρχισε αμέσως και ο Νικόλαος δεν πίστευε στα μάτια του ότι πολεμούσε με τον θεό του πολέμου. Στα χέρια του κρατούσε τον πέλεκυ και ο θεός αντάριαζε σε κάθε χτύπημα του στρατηγού. Ένιωθε τη δύναμη του όπλου στα χέρια του και τον σεβασμό που έδειχνε σε αυτόν που το κράταγε. Ήταν ζωντανό αυτό το όπλο και είχε διαλέξει τον κτήτωρά του. Όμως αυτό του ήταν πολύ για να το δεχτεί και να το χωνέψει ο αιμοσταγής θεός. Ο Νικολαος απέφευγε με δεξιοτεχνία κάθε χτύπημα του θεού και ανάλογα του κατάφερνε κάμποσα δικά του. Ο πέλεκυς του Νικόλαου άστραφτε όταν χτύπαγε το δόρυ και το σπαθί του θεού. Και η μάχη συνεχιζόταν. Κάθε ώρα που περνούσε χάριζε κι ένα σημάδι ακόμα πάνω στο κορμί του Νικόλαου, όμως αυτός ήταν αποφασισμένος να πάρει τις γυναίκες πισω.

Οι ώρες περνούσαν, νύχτωσε και ξημέρωνε πάλι και οι δυο άνδρες, θνητός ο ένας, αθάνατος ο άλλος συνέχιζαν να πολεμούν. Ο ήχος των όπλων τους αντηχούσε όλη νύχτα και κανείς στον επίγειο κόσμο δεν είχε κατάφερε να κοιμηθεί. Κι εκεί λίγο μετά την ανατολή του ήλιου ο Νικόλαος μαζεύοντας όση δύναμη του είχε μείνει έκανε μια στροφή γύρω από τον άξονά του και κατέβασε με όλη του τη δύναμη τον πέλεκυ πάνω στο σπαθί του Άρη. Κι αυτό έσπασε...

Ένας κεραυνός συντάραξε τον κόσμο και εμφανίστηκε ο Δίας. ‘’Ο αγωνας ελαβε τελος ‘’ βροντοφωναξε. ‘’Νικόλαε πάρε τις γυναίκες σπίτι σου και ο Άρης δεν θα ξανασταθεί στο δρόμο σου. Ο πέλεκυς των αιώνων ειναι δικός σου’’. ‘’Άρη’’ είπε ο Δίας γυρνώντας στον θεό, ‘’ο γενναίος αυτός νίκησε με την αξία του. Έχει τη δύναμη και την ψυχή χιλίων ανδρών. Αυτός είναι ο κτήτωρας του πέλεκυ’’

Ο Νικόλαος πήρε τις γυναίκες του και γύρισε πίσω στον τόπο του. Δεν ζητωκραύγασε ούτε περηφανεύτηκε που νίκησε τον θεό. Την ιστορία τη λένε οι ραψωδοί χρόνια τώρα κι έτσι έφτασε ως τα σήμερα. Λένε ακόμα για έναν άντρα που κάποτε νίκησε τον θεό του πολέμου, που στην ψυχή του είχε τη δύναμη χιλίων ανδρών και που ως τα βαθειά του γεράματα κράδαινε στο χέρι του τον πέλεκυ των αιώνων, και προστάτευε τον τόπο του με αυτόν.

Τον έλεγαν Νικόλαο !


ΤΕΛΟΣ

Ήταν ένα ακόμα συνταξίδεμα στο δρώμενο της Αριστέας μας, Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι !

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Μια φορά ... μια γειτονιά

Σαν ήμουν μικρός, πριν λίγο καιρό... ζούσα σε μια γειτονιά που αγαπούσα πολύ. Τα σπίτια μας ήταν το ένα δίπλα στο άλλο με όμορφους κήπους γύρω τους. Η μαμά μου είχε φυτέψει γεράνια και τριαντάφυλλα και κάθε άνοιξη ο κήπος μας γέμιζε πεταλούδες. Στο κλαδί ενός δέντρού ο μπαμπάς είχε δέσει μια κούνια που σαν ήμουν μικρότερος τσακωνόμουνα με τη μικρή μου αδερφή ποιος θα πρωτοκάνει, μα σαν μεγάλωσα τα γούστα μου στράφηκαν στο μπάσκετ και παίζαμε με τα άλλα παιδιά στο βορρεινό σημείο του κήπου που ο μπαμπάς μας είχε φτιάξει ένα αυτοσχέδιο γηπεδάκι. Τις Κυριακές έπαιρνε κι αυτός τη σφυρίχτρα και μας έκανε το διαιτητή. Αποκαμωμένοι μα χορτάτοι από χαρά στρωνόμασταν στο ξύλινο τραπέζι της αυλής μας που οι μαμάδες μας το γέμιζαν με όλου του κόσμου τα καλα.

Δεν μας έλειπε τίποτε τότε ...

Τις καθημερινές ξεκινούσαμε όλα μαζί τα παιδιά από τα σπίτια μας να πάμε στο σχολείο που ήταν τρία τέσσερα τετράγωνα πιο πέρα. Ολες οι μαμάδες έξω στον κήπο να μας χαιρετούν και να μας φωνάζουν να προσέχουμε τα μικρότερα αδέρφια μας. Κι εμείς να σιγομουρμουρίζουμε τι δεν διαβάσαμε και τι σκανδαλιά θα κάναμε. Το σχολείο μας ήταν ένα όμορφο διώροφο κτίριο με κήπο γύρω του, στρωμένο με χορτάρι και όμορφα δέντρα και παγκάκια όπου καθόμασταν τις ελεύθερες ώρες. Είχαμε και βιβλιοθήκη για μελέτη και υπολογιστές και γήπεδο.


Δεν μας έλειπε τίποτε τότε ... έτσι νομίζαμε ... μα μας έλειπε το μέλλον !

Μια μέρα σιδερένια πουλιά σκέπασαν τον ουρανό της χώρας μου, τον ουρανό της γειτονιάς μου. Βόμβες άρχισαν να πέφτουν και ο κόσμος γύρω μας κατέρρευσε. Είπαν πως ήρθαν να μας σώσουν, να μας βοηθήσουν μα δεν κατάλαβα ποτέ το πώς και το γιατί. Ο κόσμος μου άλλαξε εικόνα ... κι εγώ έγινα πια ο άντρας της οικογένειας αφού αυτοί που ηρθαν να μας σώσουν σκότωσαν τον μπαμπά μου ...


Η μαμά μου μας πήρε και φύγαμε από τη χώρα μας. Περπατήσαμε πολύ, έδωσε πολλά χρήματα σε κάποιους ανθρώπους κι αυτοί με μια βάρκα μέσα στη νύχτα μας πήγαν σε έναν άλλο τόπο. Μείναμε για λίγο καιρό σε λιμάνια, στο δρόμο, σε γήπεδα, σε σκηνές, σε πλατείες. Η μαμά έψαχνε τρόπο να συνεχίσουμε το ταξίδι μας, να φτάσουμε σε συγγενείς που έχουμε στη Γαλλία. Όμως μετακινούμαστε πάρα πολύ αργά. Μια μας σταματούν εδώ και μια εκεί. Τρώμε ό,τι μας προσφέρεται και το μόνο μας παιγνίδι έιναι οι σκιές μας στο δρόμο σαν έχει ήλιο. Είμαστε άλλωστε τόσο κουρασμένοι που δεν έχουμε διάθεση για παιγνίδι. Εμένα μου λείπει ο μπαμπάς ...



Τον τελευταίο καιρό η γειτονιά που βρίσκομαι δεν θυμίζει σε τίποτα το σπίτι μου. Κάθε που ξημερώνει βλέπω σύρματα μπροστά απ' τον ήλιο και σε απόσταση λίγων μέτρων ορθωμένα ψηλά κάγκελα που τα φυλούν στρατιώτες με τα όπλα τους να κοιτούν προς εμάς. Το φαγητό και το νερό λιγοστό και η αδερφούλα μου αρρώστησε και η μαμά κλαίει. Εγώ σφίγγω τα δόντια για χάρη της μαμάς. Είμαι ο άντρας της οικογένειας και πρέπει ν' αντεξω. Κάθε μέρα ανοίγει μια πόρτα κοντά στα κάγκελα και μερικοί από εμας συνεχίζουν τον δρόμο τους. Μα γίνεται τόσο αργά και μας κοιτούν με τόση εχθρότητα ; Γιατί ;
 


Μας λείπουν τα πάντα τώρα...
μα θέλω ένα μόνο, μια ευκαιρία να σταθώ και να ζήσω και λίγο χώρο να ονειρευτώ ; Είναι τόσα πολλά ;






Ήταν η συμμετοχή μου στο Μια φορά ...μια γειτονιά  της Πέτρας, ένα δρώμενο μοναδικό που ξεκίνησε από το σπιτικό της , Ο πιο πιστός φίλος του σκύλου



Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Ο ΜΟΝΟΚΕΡΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα μικρό βασίλειο της σκανδιναβικής χερσονήσου ένα κορίτσι γεννήθηκε. Ένα πλάσμα γλυκό και όμορφο που γέμισε χαρά και ευτυχία τη ζωή των γονιών της. Ανατράφηκε με όλες τις ανέσεις και τις τιμές που άρμοζαν σε μια πριγκίπισσα και η αγάπη των γονιών της ήταν αυτή που δεν άφηνε κανένα αίτημά της ανεκπλήρωτο. Ήταν καλό πλάσμα όμως τούτο το παιδί. Ούτε τα πλούτη ούτε η αδυναμία των δικών της κατάφεραν να αλλοιώσουν τον αδαμάντινο χαρακτήρα της. Γλυκιά και υπάκουη, έξυπνη και δίκαιη, ήταν σωστό κόσμημα. Πολλοί νέοι όταν μεγάλωσε λαχταρούσαν να τραβήξουν την προσοχή της και να κλέψουν την καρδιά της. Μάταια όμως...


Η Μαριλένα αγαπούσε τα άλογα. Μες τα μάτια τα κοιτούσε και η ψυχή της μιλούσε μες στο μυαλό τους. Περνούσε από μπροστά τους κι αυτά χαμήλωναν το κεφάλι με σεβασμό. ΄Απλωνε το χέρι της και την πλησίαζαν γοργά να νιώσουν το άγγιγμά της. Βιάζονταν να δοκιμάσουν ζάχαρη και μήλα από τα χέρια της. Κι αυτή τα λάτρευε όμως. Τα βούρτσιζε μόνη της, τα χαϊδολόγαγε και τους μιλούσε γλυκά. Και όταν ανέβαινε πάνω στη ράχη τους τα άφηνε να τρέξουν ελεύθερα και να την οδηγήσουν σε όποιο ξέφωτο εκείνα επιθυμούσαν. Από όλα της τα άλογα, τη Λευκή αγάπαγε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο αυτό. Κάτασπρη σαν το χιόνι, ανάλαφρη σαν το σύννεφο, γρήγορη σαν τον άνεμο. Την ήξερε από μικρή. Μικρό πουλάρι γεννήθηκε στα χέρια της και μαζί μεγάλωναν άλογο και γυναίκα, γυναίκα κι άλογο. Ένας μαγικός δεσμός γεννήθηκε ανάμεσά τους. Οι δυο τους μιλούσαν με τα μάτια, με το νου. Και κάθε μέρα οι δυο τους χάνονταν για ώρες πολλές ταξιδεύοντας σε όλη τη γη του βασιλείου.


Μια σκοτεινή μέρα ενώ βρίσκονταν στο δάσος, ληστές παραφύλαγαν σε απόσταση αναπνοής. Από καιρό σχεδίαζαν να αρπάξουν την όμορφη κοπέλα ώστε να πάρουν χρυσό σε αντάλλαγμα για τη ζωή της από το βασιλιά πατέρα της. Εμφανίστηκαν απότομα μπροστά τους και τρόμαξαν τη νέα κοπέλα και το άλογό της. ΄Εκανε να φύγει κι αυτοί άρχισαν να την κυνηγούν. Ήταν ένα κυνηγητό άγριο και τρομαχτικό. Η Λευκή έτρεχε μέσα στο δάσος με όση δύναμη είχε. ΄Επρεπε με κάθε τρόπο να σώσει τη μικρη κυρά της. Περνούσε δίπλα από ψηλά δέντρα, πηδούσε πάνω από θάμνους. Τα κλαδιά και τα φύλλα τους χτυπούσαν το πρόσωπο. Τα αγκάθια καρφώνονταν πάνω στη σάρκα τους. Όμως εκείνη συνέχιζε να τρέχει. Η Μαριλένα την κρατούσε δυνατά και πότε πότε της χάιδευε το λαιμό λέγοντάς της,

- Θα τα καταφέρουμε κορίτσι μου, κράτα γερά.



Οι ληστές χωρίς να πτοούνται συνέχιζαν να τις καταδιώκουν. Φώναζαν και ούρλιαζαν πίσω τους, τρομάζοντας ακόμα περισότερο τα δυο πλάσματα. Εκείνες ενωμένες σαν ένα σώμα συνέχιζαν να τρέχουν. Η κοπέλα πάνω στο άλογο. Το άλογο και η κυρά του. Άνθρωπος και ζώο σαν ένα σώμα, χωρίς η μια να θέλει να εγκαταλείψει την άλλη. Και το κυνηγητό συνεχίστηκε. Μάταια πίστευε το κορίτσι ότι οι ληστές θα βαρεθούν ή θα κουραστούν και θα φύγουν. Μάταια ήλπιζε ότι με το άλογό της θα μπορούσαν να τους ξεφύγουν και να σωθούν. Μάταια ονειρευόταν ότι σύντομα θα βρισκόταν στην αγκαλιά των δικών της και όλα αυτά θα τελείωναν σαν ένα κακό όνειρο μόλις το χαϊδέψει η πρώτη αχτίδα του ήλιου.

Όμως η Λευκή κάποια ώρα κουράστηκε και στην προσπάθειά της να πηδήξει πάνω από ένα χαντάκι, έπεσε μέσα σε αυτό παρασέρνοντας μαζί της και τη Μαριλένα. ΄Αλογο και γυναίκα βρέθηκαν κουβαριασμένες μέσα στο γήινο αυτό άνοιγμα κι ένας αφόρητος πόνος έκοβε την ανάσα και των δυο. Ένα μακρύ κλαδί σαν κοντάρι εί χε διαπεράσει γυναίκα και άλογο στα σπλάχνα και το άιμα τους έβαφε και τις δυο τους κόκκινες. Οι ληστές βλέποντας το αποτέλεσμα του εγχειρήματός τους αντί να τις βοηθήσουν τράπηκαν σε φυγή μη λάχει και τους δει κανείς και τους συνδέσει με το άθλιο αυτό τέλος. Το άλογο άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε την κυρά του καθώς η ζωή έσβηνε σιγά σιγά από μέσα του.Το ίδιο όμως κι εκείνη. Κρατούσε με το ένα χέρι την πληγή της και με το άλλο χάιδευε το πρόσωπο του αλόγου.

Η Κυρά του Δάσους λυπήθηκε τα δυο ανήμπορα πλάσματα. Λυπήθηκε για την άδικη μοίρα τους και για την κακία των ανθρώπων που την είχε προκαλέσει. Είδε την αγάπη ανάμεσα στο άλογο και τη γυναίκα και το θάνατο που ζύγωνε και τις δυο και η νεραϊδένια της καρδιά ράγισε και δάκρυσε. Εμφανίστηκε λοιπόν μπροστά τους και πλησιάζοντας την αιμόφυρτη κοπέλα της ψιθύρισε,

- Μη φοβάσαι, είμαι η Κυρά του Δασους και ήρθα να σε βοηθήσω. Αν με αφήσεις να τραβήξω το κοντάρι από μέσα σου θα μπορέσω να σε γιατρέψω

- Και το άλογό μου ; ρώτησε η κοπέλα.

- Μόνο τη μια σας μπορώ να κάνω καλά. Ακόμα κι εγώ δεν μπορώ να τα βάλω έτσι με τον Θάνατο. Μόνο μια ζωή δικαιούμαι να χαρίσω, ξανάπε η νεράιδα.

- Δεν τη θέλω τέτοια θυσία, αποκρίθηκε εκείνη κλαίγοντας. Ούτε να ζήσω ενώ εκείνη θα χαθεί. Αυτή κι εγώ είμαστε ένα. Αν τη χάσω θα είμαι μισή. Τι να την κάνω μισή ζωή;

Η Κυρά θαύμασε την αγάπη και την αυτοθυσία της κοπέλας και της πρότεινε κάτι άλλο. Κάτι που ούτε η ίδια πίστευε ότι θα μπορούσε να ξεστομίσει ποτέ.

- Έχετε και οι δυο λιγότερο από μισή ζωή μέσα σας πια. Αλλά δε μπορώ να σώσω και τις δυο σας. Μπορώ όμως να σας κάνω μια. Θες να ενωθείς με το άλογό σου σε ένα πλάσμα ανωτερο και ξεχωριστό; Θα μπορέσετε να ζήσετε σαν ένα πλάσμα με ψυχή ανθρώπου και ζώου σε ένα κορμί;

- Ναι, αποκρίθηκε η Μαριλένα χωρίς δισταγμό, αλλά και χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι θα συνέβαινε. Της έφτανε μόνο ότι η Λευκή της θα σωζόταν.

Ένα σύννεφο χρυσόσκονης σκέπασε άλογο και γυναίκα και μια λευκή λάμψη τις περιέβαλε και τις δυο. Σύννεφα συγκεντρώθηκαν από πάνω τους και μια απόκοσμη βουή συντάραξε τον κόσμο όλο κι εκείνες μαζι. Σαν να αναστέναζε η γη και σαν να έκλαιγε ο ουρανός. Μια λευκή βροχή ξέπλυνε και τα δυο πλάσματα που ξαφνικά γίναν ένα.


'Οταν η βροχή και η αντάρα καταλάγιασαν κάποιος μπορούσε να δει μπροστά του ένα άλογο ψηλό και λευκό σαν χιόνι που στο κεφάλι του είχε ένα μυτερό κέρατο. Τα μάτια του μιλούσαν ανθρώπινα, γιατί ήταν της Μαριλένας, τα μάτια αυτά. Το κέρατο συμβόλιζε τον τρόπο με τον οποίο πέθαναν τα δυο πλάσματα. Το ξύλο που διαπέρασε τα κορμιά τους κάνοντάς τα ένα και οδηγώντας τα στην αιώνια ένωσή τους καταστρατηγώντας τον θάνατο. Το πλάσμα αυτό ονομάστηκε μονόκερος και είναι αμφίβολο αν υπήρξε ποτέ δεύτερο στον κόσμο αυτό. Είναι η μαγική ένωση ενός αλόγου και μιας γυναίκας που δεν θέλησαν να θυσιάσουν η μια την άλλη για να σωθούν. Το ζώο αυτό θεωρήθηκε ανά τους αιώνες ιερό και συμβόλιζε την αγνότητα της ψυχής και την ειρήνη στον κόσμο. 


Ακόμα και σήμερα σε κάποια δάση της Σκανδιναβίας τις νύχτες που το φεγγάρι είναι ολοστρόγγυλο και τα νερά των λιμνών βαφονται χρυσοκίτρινα , μπορεί κανείς να δει μια λευκή μορφή αλόγου με ένα κέρατο στο μέτωπο της κεφαλής να σκύβει και να πίνει νερό στα ήρεμα νερά της λίμνης, και τα φυτά που βρίσκονται τριγύρω να σκύβουν υποκλινόμενα μπροστά στη ζωντανή απόδειξη της υπέρτατης θυσίας και αγάπης μιας γυναίκας για ένα άλογο, της πριγκίπισσας Μαρίλενας για τη Λευκή.



ΤΕΛΟΣ

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

Το παραμύθι αυτό τραβά μια κόκκινη κλωστή που καταλήγει στην παραμυθοχώρα της Αριστέας μας !

ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ... εδώ 


ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ

Μια φόρα κι έναν καιρό στην άκρη ενός λιβαδιού φύτρωσε ένα λουλουδάκι. Ένα λουλουδάκι σαν τα χιλιάδες άλλα με λεπτό πράσινο μίσχο, μυτερά καλοσχηματισμένα φύλλα και όμορφα κόκκινα πέταλα. Γεννήθηκε μια ημέρα της άνοιξης και ενώ ήταν τόσο ίδιο με όλα τα άλλα λουλούδια του λιβαδιού, ήταν παράλληλα και τόσο διαφορετικό.


Λίγο πιο λεπτό, λίγο πιο ψηλό, λίγο πιο κόκκινο. Ένα σωστό ρουμπίνι στην άκρη ενός σμαραγδένιου λιβαδιού. Τα άλλα λουλούδια το έβλεπαν και το ζήλευαν. Και όσο περνούσε ο καιρός τόσο η ζήλια τους μεγάλωνε. Μέχρι που έφτασαν σε σημείο να το μισούν. Εκείνο το κακόμοιρο ιδέα δεν είχε για όλο αυτό. Εξάλλου ποιος ευθύνεται αλήθεια για την εμφάνισή του; Ο καθένας γεννιέται όπως όρισε η τύχη ή μια ανώτερη δύναμη που κάνει τη γη να κινείται και που σίγουρα δεν απολογείται.

Η ζήλια όμως είναι πολύ κακός σύμβουλος. Θολώνει το μυαλό και γεννά ιδέες και καταστάσεις που μόνο ένας άρρωστος νους θα μπορούσε να γεννήσει. Φτάνει κάθε πλάσμα στα άκρα και το κάνει κακό και μίζερο και ικανό για τις πιο μεγάλες σκευωρίες. Έτσι έγινε κι εδώ. Τα άλλα άνθη του λιβαδιού μην μπορώντας να αντέξουν την αδιόρατη υπεροχή του κόκκινου λουλουδιού καθώς και ότι οι πεταλούδες το επισκέπτονταν πολύ συχνότερα από ότι εκείνα, έβαλαν σε εφαρμογή ένα καταχθόνιο σχέδιο. Φώναξαν τα μυρμήγκια της γης και παρακάλεσαν να πάνε να του μασουλήσουν τα πέταλα μέχρι να πέσουν. Έτσι το μικρό λουλούδι θα έχανε την όμορφιά του.


Την επόμενη κιόλας μέρα τα μυρμήγκια πήγαν και αφού φτάσανε στο μικρό λουλούδι και ανέβηκαν πάνω στον ανθό του άρχισαν να του μασουλάν τα πέταλα και να τα τραβούν να πέσουν. Το ένα μετά το άλλο τα πέταλα του μικρού λουλουδιού βρέθηκαν στο έδαφος κι εκείνο απέμεινε γυμνό να το περιγελούν τα υπόλοιπα λουλούδια του λιβαδιού. 


Ό,τι συνέβη διαδόθηκε σε όλο το λιβάδι και πραγματικά κανείς δε χάρηκε γι’ αυτό καθώς το λουλουδάκι ήταν αρεστό και αγαπητό σε όλους και ποτέ δεν είχε προσβάλει ή προκαλέσει κανέναν. Κάποτε τα νέα φτάσανε και στα αυτιά της Κυράς τους δάσους που πάρα πολύ στενοχωρήθηκε, αλλά και θύμωσε. Με μιας βρέθηκε κοντά στο λουλούδι και απέμεινε να το κοιτάζει που στεκόταν εκεί κορδωτό, χωρίς πέταλα και με λιγοστά πια φύλλα.



- Μη στενοχωριέσαι του είπε γλυκά. Σύντομα θα διορθώσω όλο το κακό που σου έκαναν.

Μάζεψε λοιπόν όλες τις αράχνες και τους είπε,

- Θέλω να πάτε και να υφάνετε τον πιο όμορφο ιστό σας. Τον πιο δυνατό και τον πιο γυαλιστερό και να φτιάξετε για το λουλουδάκι πέταλα που να μοιάζουν με υπέροχο πέπλο. Θέλω να γυαλίζει στον ήλιο και όλοι να στέκουν να το κοιτούν.

Χωρίς δεύτερη σκέψη οι πιο διάσημες υφάντρες της φύσης άρχισαν το περίπλοκο έργο τους και πριν καλά καλά νυχτώσει το λουλούδι είχε ένα υπέροχο αδιόρατο άνθος που φώτιζε ακόμα και τη νύχτα. Στην καρδιά του η καλή Κυρά άφησε ένα μαγικό φιλί και αυτή βάφτηκε χρυσοκίτρινη. Όταν το είδαν τα άλλα λουλούδια ζήλεψαν τόσο πολύ που από την κακία τους έπεσαν τα δικά τους πέταλα και άρχισαν τα ίδια να μοιάζουν πια με ξερόχορτα. 


Τι κι αν τα πέταλά σου πέσουν ; Τι κι αν στα ρίξουν και χαθούν. Όσο έχεις τις ρίζες σου βαθειά στη γη και όσο ζεις, την τύχη σου την ορίζεις εσύ. Και από κει που νομίζεις ότι γονάτισες μπορεί να βρεθείς με ένα ολοκαίνουριο φόρεμα και ένα χρυσό φιλί να σε θαυμάζει όλο το σύμπαν.

ΤΕΛΟΣ

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

Το παραμύθι αυτό δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει και καταλήγει στο σπιτικό της Αριστέας μας  που έχει γίνει σωστή παραμυθοχώρα !

Επίσης συνεχίζουμε τον αγώνα για τον Παύλο ... εδώ !

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Λαχτάρα...


Κλέβω το δοξάρι 
απ' το βιολί τ' ανέμου
και την ψυχή σου διακορεύω.

Τη σιωπή σου σκίζω στα δυο
ν' αρπάξω τη φωνή σου.

Θα σου διδάξω  όλα τα σύμφωνα 
και τα φωνήεντα να λες...

Να μάθεις τη λαχτάρα να περιγράφεις. 

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
2/6/14


Οι φωτογραφίες του βίντεο είναι από το Google 
και η μουσική είναι το Coventry Carol της Loreena Mc Kennit από το album της, A winter garden.
Το βίντεο είναι μια πρωτη δική μου απόπειρα, γι' αυτό να είστε επιεικείς :)



Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Στα χνάρια του Μάη


Ξεπλένω τη γύρη 


που τα βράδια γλυκά σκεπάζει την προσμονή μου, 

με δυο μυρωμένες στάλες βροχής 

που γέννησαν τούτη την άνοιξη τα μάτια σου. 

Ξεδιψώ στο γέλιο σου

που θυμίζει ξαστεριά μετά από καταιγίδα

και με δυο χείλη πετροκέρασα 

ζωγραφίζω υποσχέσεις του αύριο

στον καιρό που μαρτυρούν οι γραμμές του προσώπου σου.

Ξεχνιέμαι στο πέταγμα των γλάρων,

που θωρώ να ξεκινούν απ' το βλέμμα σου,

σαν χαράζει

και με δυόσμο κι αγιόκλημα ραντίζω τα σύννεφα 

σαν βρέχει, να μυρίζει η πλάση Παράδεισο.

Κι αφήνομαι Μάη μου,

τώρα πια που κατάφερα 

να λιώσω τα χιόνια που σε στοιχειώναν 

να μου κοινωνήσεις την άνοιξη 

που έσπειρα στο διάβα σου.

Μάη μου...

Ρότα από γιασεμί μου.


1/3/16

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου